ἀφεστήξω: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(Bailly1_1)
(3)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.ant. de</i> [[ἀφίστημι]].
|btext=<i>f.ant. de</i> [[ἀφίστημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφεστήξω:''' αρχ. Αττ. μέλ. σχημ. από <i>ἀφ-έστηκα</i> (παρακ. του [[ἀφίστημι]]), θα είμαι [[απών]], θα απομακρυνθώ, θα είμαι [[μακριά]] από, <i>τινός</i>, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφεστήξω Medium diacritics: ἀφεστήξω Low diacritics: αφεστήξω Capitals: ΑΦΕΣΤΗΞΩ
Transliteration A: aphestḗxō Transliteration B: aphestēxō Transliteration C: afestikso Beta Code: a)festh/cw

English (LSJ)

Att. intr. fut. from ἀφέστηκα, I

   A shall be absent, away from, τινός Pl.R.587b; I shall desert, X.An.2.4.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφεστήξω: παλαιὸς Ἀττ. ἀμετάβ. μέλλ. σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ ἀφεστηκα. θὰ λείπω, θὰ εἶμαι μακρὰν ἀπό..., τινὸς Πλάτ. Πολ. 587Β, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 5. ― Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ πρβλ. τεθνήξω καὶ ἴδε Βουττμ. Ἀνώμαλ. Ρήμ. ἐν λ. ἵστημι.

French (Bailly abrégé)

f.ant. de ἀφίστημι.

Greek Monotonic

ἀφεστήξω: αρχ. Αττ. μέλ. σχημ. από ἀφ-έστηκα (παρακ. του ἀφίστημι), θα είμαι απών, θα απομακρυνθώ, θα είμαι μακριά από, τινός, σε Πλάτ., Ξεν.