βησσήεις: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βησσήεις]], -εσσα, -εν (Α) [[βήσσα]]·1. αυτός που ανήκει σε δασωμένο [[φαράγγι]]<br /><b>2.</b> ο όμοιος με [[βήσσα]]. | |mltxt=[[βησσήεις]], -εσσα, -εν (Α) [[βήσσα]]·1. αυτός που ανήκει σε δασωμένο [[φαράγγι]]<br /><b>2.</b> ο όμοιος με [[βήσσα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βησσήεις:''' -εσσα, -εν, [[κοιλώδης]], [[φαραγγώδης]], [[δρυμώδης]], σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 30 December 2018
English (LSJ)
εσσα, εν,
A of or like a glen, woody, ἄγκεα, δρία, Hes.Op. 389,530; οὔρεα D.P.1183; νομός Coluth.41.
German (Pape)
[Seite 442] εσσα, εν. schluchtenreich od. waldig, ἄγκεα· Hes. O. 387; δρυμά Tb. 130; οὔρεα Dion. P. 1183; νομός Coluth. 41.
Greek (Liddell-Scott)
βησσήεις: εσσα, εν, κοιλώδης, φαραγγώδης, δρυμώδης, ἄγκεα, δρυμὰ Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 389, 530.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
encaissé comme un vallon.
Étymologie: βῆσσα.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
semejante a una cañada, encajonado ἄγκεα Hes.Op.389, δρία Hes.Op.530, οὔρεα D.P.1183, νομός Colluth.41.
Greek Monolingual
βησσήεις, -εσσα, -εν (Α) βήσσα·1. αυτός που ανήκει σε δασωμένο φαράγγι
2. ο όμοιος με βήσσα.
Greek Monotonic
βησσήεις: -εσσα, -εν, κοιλώδης, φαραγγώδης, δρυμώδης, σε Ησίοδ.