βραχυλόγος: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
(6_18)
(3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''βρᾰχῠλόγος''': -ον, ὀλιγολόγος, ὀλίγα λέγων, τὴν συντομίαν ἐπιδιώκων, Πλάτ. Γοργ. 449C, κτλ.· ἐπὶ τῶν Σπαρτιατῶν, ὁ αὐτ. Νόμ. 641E, κτλ.
|lstext='''βρᾰχῠλόγος''': -ον, ὀλιγολόγος, ὀλίγα λέγων, τὴν συντομίαν ἐπιδιώκων, Πλάτ. Γοργ. 449C, κτλ.· ἐπὶ τῶν Σπαρτιατῶν, ὁ αὐτ. Νόμ. 641E, κτλ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρᾰχῠλόγος:''' -ον ([[λέγω]]), [[σύντομος]] στο λόγο, αυτός που μιλά με λίγες λέξεις, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 462] kurz sprechend, sich kurz ausdrückend, Λακεδαίμων Plat. Legg. I, 641 e. – Comparat. Plat. Gorg. 449 c u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠλόγος: -ον, ὀλιγολόγος, ὀλίγα λέγων, τὴν συντομίαν ἐπιδιώκων, Πλάτ. Γοργ. 449C, κτλ.· ἐπὶ τῶν Σπαρτιατῶν, ὁ αὐτ. Νόμ. 641E, κτλ.

Greek Monotonic

βρᾰχῠλόγος: -ον (λέγω), σύντομος στο λόγο, αυτός που μιλά με λίγες λέξεις, σε Πλάτ.