γνωριστέον: Difference between revisions
From LSJ
(big3_10) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[hay que conocer]] ἐκεῖνο (τὸ καθόλου) ὡς ἐνδέχεται Arist.<i>EN</i> 1180<sup>b</sup>22<br /><b class="num">•</b>medic. [[se puede reconocer]] τὸν ἐπιληπτικόν οὕτως Alex.Trall.1.559.8. | |dgtxt=[[hay que conocer]] ἐκεῖνο (τὸ καθόλου) ὡς ἐνδέχεται Arist.<i>EN</i> 1180<sup>b</sup>22<br /><b class="num">•</b>medic. [[se puede reconocer]] τὸν ἐπιληπτικόν οὕτως Alex.Trall.1.559.8. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γνωριστέον:''' ρημ. επίθ. του [[γνωρίζω]], πρέπει [[κανείς]] να γνωρίσει, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must know, Arist.EN1180b22; one may recognize, Alex.Trall.1.15.
Greek (Liddell-Scott)
γνωριστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ γνωρίσῃ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9,16.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de γνωρίζω.
Spanish (DGE)
hay que conocer ἐκεῖνο (τὸ καθόλου) ὡς ἐνδέχεται Arist.EN 1180b22
•medic. se puede reconocer τὸν ἐπιληπτικόν οὕτως Alex.Trall.1.559.8.
Greek Monotonic
γνωριστέον: ρημ. επίθ. του γνωρίζω, πρέπει κανείς να γνωρίσει, σε Αριστ.