ἀρχιπειρατής: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(6) |
(3) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἀρχιπειρατής]])<br />ο [[αρχηγός]] των πειρατών, ο αρχικουρσάρος. | |mltxt=ο (AM [[ἀρχιπειρατής]])<br />ο [[αρχηγός]] των πειρατών, ο αρχικουρσάρος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρχιπειρᾱτής:''' -οῦ, ὁ, [[αρχηγός]] πειρατών, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 366] ὁ, Hauptmann der Seeräuber, Plut. Pomp. 45.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιπειρᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ πρῶτος τῶν πειρατῶν, ὁ ἀρχηγὸς αὐτῶν, Διόδ. 20. 97, Πλουτ. Πομπ. 45.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chef de pirates.
Étymologie: ἄρχω, πειρατής.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): lat. archipirata Cic.Off.2.11.40
archipirata, capitán pirata Cic.l.c., Verr.2.5.25, 29, Quint.Inst.9.4.64, 74, Liu.37.11, D.S.20.97, Polyaen.5.19, Plu.Pomp.45, Petron.101.5.
Greek Monolingual
ο (AM ἀρχιπειρατής)
ο αρχηγός των πειρατών, ο αρχικουρσάρος.
Greek Monotonic
ἀρχιπειρᾱτής: -οῦ, ὁ, αρχηγός πειρατών, σε Πλούτ.