γυμναστής: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. γυμνάστρια, η) (Α [[γυμναστής]], ο) [[γυμνάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που διδάσκει [[γυμναστική]]<br /><b>2.</b> αυτός που γυμνάζει ή προπονεί αθλητές.
|mltxt=ο (θηλ. γυμνάστρια, η) (Α [[γυμναστής]], ο) [[γυμνάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που διδάσκει [[γυμναστική]]<br /><b>2.</b> αυτός που γυμνάζει ή προπονεί αθλητές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''γυμνᾰστής:''' -οῦ, ὁ ([[γυμνάζω]]), [[προπονητής]] επαγγελματιών αθλητών, σε Ξεν., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυμνᾰστής Medium diacritics: γυμναστής Low diacritics: γυμναστής Capitals: ΓΥΜΝΑΣΤΗΣ
Transliteration A: gymnastḗs Transliteration B: gymnastēs Transliteration C: gymnastis Beta Code: gumnasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A trainer of professional athletes, X.Mem.2.1.20, Pl.Lg.720e, etc.; ἰατρὸς καὶ γ. Arist.EN1180b14.

German (Pape)

[Seite 509] ὁ, der Lehrer in den Gymnasien, Turnlehrer, Plat. Polit. 267 e u. öfter; Xen. Mem. 2, 1, 20; bes. der Athleten unterrichtet, von παιδοτρίβης unterschieden, vgl. Arist. pol. 3, 6, 7.

Greek (Liddell-Scott)

γυμναστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀσκῶν τοὺς ἐξ ἐπαγγέλματος ἀθλητάς, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 20, Πλάτ. Νόμ. 720Ε, κτλ.· κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ παιδοτρίβης, ὅστις ἐδίδασκε τὴν γυμναστικὴν εἰς τοὺς βουλομένους νὰ κατέχωσιν αὐτὴν ὡς μέρος τῆς ἐλευθερίου παιδείας, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 7· ἰατρὸς καὶ γ. ὁ αὐτ. Ἠθ. 10. 9, 15.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
maître de gymnastique ; particul. gymnaste, chargé de l’enseignement aux athlètes.
Étymologie: γυμνάζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Alolema(s): -άς SEG 35.1309 (Ponto, imper.)
1 entrenador, preparador físico γ. γυμνάζων Pl.Lg.720e, ἰατρὸς καὶ γ. Arist.EN 1180b14, ὁ δὲ γ. περὶ κάλλους ἔφασκεν Olymp.in Grg.5.6, γυμναστῇ μὲν ἐχρήσατο διδασκάλῳ Ἀρίστωνι Olymp.in Alc.2.35, cf. X.Mem.2.1.20, A.D.Synt.302.2, SEG l.c., Gal.17(2).11, Luc.Hist.Consc.35, PAgon.6.63 (II d.C.), Olymp.in Grg.5.2, como tít. de una pers., D.C.72.22.5.
2 atleta γ. τις ἢ καὶ μονομάχος D.C.72.19.3, στρατιῶται καὶ γυμνασταί D.C.77.2.2, cf. Olymp.in Alc.64.25, Vett.Val.387.31.

Greek Monolingual

ο (θηλ. γυμνάστρια, η) (Α γυμναστής, ο) γυμνάζω
1. αυτός που διδάσκει γυμναστική
2. αυτός που γυμνάζει ή προπονεί αθλητές.

Greek Monotonic

γυμνᾰστής: -οῦ, ὁ (γυμνάζω), προπονητής επαγγελματιών αθλητών, σε Ξεν., Πλάτ.