γογγυστής: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
(8) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[γογγυστής]]) [[γογγύζω]]<br />[[παραπονιάρης]], [[μεμψίμοιρος]]. | |mltxt=ο (AM [[γογγυστής]]) [[γογγύζω]]<br />[[παραπονιάρης]], [[μεμψίμοιρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γογγυστής:''' -οῦ, ὁ ([[γογγύζω]]), αυτός που γογγύζει, στενάζει, μουρμουρίζει, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A murmurer, mutterer, grumbler, Ep.Jud.16, Thd.Pr.26.20.
German (Pape)
[Seite 500] ὁ, der Murrende, Unwillige, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
γογγυστής: -οῦ, ὁ, ὁ γογγύζων, ψιθυρίζων, «μουρμουρίζων», Ἐπ. Ἰουδ. 16, Θεοδ. Π. Δ. (Παροιμ. κϚ΄, 21).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
murmurador, Ep.Iud.16, Thd.Pr.26.20, Sm.26.22.
English (Strong)
from γογγύζω; a grumbler: murmurer.
English (Thayer)
γογγυστου, ὁ, a murmurer (Vulg., Augustine, murmurator), one who discontentedly complains (against God; for μεμψίμοιροι is added): Theod., Symm.; Graecus Venetus)
Greek Monolingual
ο (AM γογγυστής) γογγύζω
παραπονιάρης, μεμψίμοιρος.
Greek Monotonic
γογγυστής: -οῦ, ὁ (γογγύζω), αυτός που γογγύζει, στενάζει, μουρμουρίζει, σε Καινή Διαθήκη