διαβατέος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
(big3_11)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que ha de ser atravesado]] ποταμός X.<i>An</i>.2.4.6, τὸ νάπος X.<i>An</i>.6.5.12.
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que ha de ser atravesado]] ποταμός X.<i>An</i>.2.4.6, τὸ νάπος X.<i>An</i>.6.5.12.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαβᾰτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[διαβαίνω]], αυτός που πρέπει να περασθεί ή να γίνει [[διαβατός]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 22:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβᾰτέος Medium diacritics: διαβατέος Low diacritics: διαβατέος Capitals: ΔΙΑΒΑΤΕΟΣ
Transliteration A: diabatéos Transliteration B: diabateos Transliteration C: diavateos Beta Code: diabate/os

English (LSJ)

α, ον,

   A that must be crossed or passed through, ποταμός X.An.2.4.6; νάπος ib.6.5.12.    II διαβατέον one must cross, Plb. 5.51.5, Plu.Luc.31, etc.

Greek (Liddell-Scott)

διαβᾰτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ὀφείλει τις νὰ διαβῇ ἢ περάση, ποταμὸς Ξεν. Ἀν. 2. 4, 6˙ νάπος αὐτόθι 6. 5, 12.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’on peut traverser.
Étymologie: adj. verb. de διαβαίνω.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que ha de ser atravesado ποταμός X.An.2.4.6, τὸ νάπος X.An.6.5.12.

Greek Monotonic

διαβᾰτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του διαβαίνω, αυτός που πρέπει να περασθεί ή να γίνει διαβατός, σε Ξεν.