διαειπέμεν: Difference between revisions
From LSJ
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
(big3_11) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[διαλέγω]]. | |dgtxt=v. [[διαλέγω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαειπέμεν:''' Επικ. αντί <i>δι-ειπεῖν</i>, απαρ. αορ. βʹ του [[διεῖπον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:12, 30 December 2018
English (LSJ)
διαϝειπάμενος,
A v. διεῖπον.
German (Pape)
[Seite 577] ep. = διειπεῖν, Od. 4, 215.
Greek (Liddell-Scott)
διαειπέμεν: ἴδε ἐν λ. διεῖπον.
French (Bailly abrégé)
inf. épq. de διεῖπον.
English (Autenrieth)
see διεῖπον.
Spanish (DGE)
v. διαλέγω.
Greek Monotonic
διαειπέμεν: Επικ. αντί δι-ειπεῖν, απαρ. αορ. βʹ του διεῖπον.