διαιρετέος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(9)
(3)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διαιρετέος]])<br /><b>1.</b> αυτός που οφείλει να διαιρεθεί, να κατατμηθεί<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>μαθ.</b> [[ποσότητα]] ή [[αριθμός]] που πρόκειται να διαιρεθεί<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[πρέπει]] να του ανοίξουν τη [[φλέβα]].
|mltxt=ο (AM [[διαιρετέος]])<br /><b>1.</b> αυτός που οφείλει να διαιρεθεί, να κατατμηθεί<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>μαθ.</b> [[ποσότητα]] ή [[αριθμός]] που πρόκειται να διαιρεθεί<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[πρέπει]] να του ανοίξουν τη [[φλέβα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαιρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[διαιρέω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να διαιρεθεί, να τμηθεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαιρετέον]], πρέπει [[κάποιος]] να διαιρέσει, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 22:12, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’il faut ou qu’on peut diviser.
Étymologie: adj. verb. de διαιρέω.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser dividido ὁ χρόνος Them.in Ph.141.25, cf. Gloss.2.278.

Greek Monolingual

ο (AM διαιρετέος)
1. αυτός που οφείλει να διαιρεθεί, να κατατμηθεί
2. το αρσ. ως ουσ. μαθ. ποσότητα ή αριθμός που πρόκειται να διαιρεθεί
αρχ.
αυτός που πρέπει να του ανοίξουν τη φλέβα.

Greek Monotonic

διαιρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του διαιρέω·
I. αυτός που πρέπει να διαιρεθεί, να τμηθεί, σε Πλάτ.
II. διαιρετέον, πρέπει κάποιος να διαιρέσει, στον ίδ.