δικόρυμβος: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δικόρυμβος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[δικόρυμβος]] [[Παρνασσός]]» — με τις δυο κορφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>δις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[κόρυμβος]] «[[κορφή]] βουνού»].
|mltxt=[[δικόρυμβος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[δικόρυμβος]] [[Παρνασσός]]» — με τις δυο κορφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>δις</i>) <span style="color: red;">+</span> [[κόρυμβος]] «[[κορφή]] βουνού»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δῐκόρυμβος:''' -ον, αυτός που έχει [[δύο]] άκρες, [[δύο]] κορυφές, δίκορφος, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικόρυμβος Medium diacritics: δικόρυμβος Low diacritics: δικόρυμβος Capitals: ΔΙΚΟΡΥΜΒΟΣ
Transliteration A: dikórymbos Transliteration B: dikorymbos Transliteration C: dikorymvos Beta Code: diko/rumbos

English (LSJ)

ον,

   A twin-peaked, ἕδρανα, of Parnassus, Pae.Delph.4, cf. Luc. Cont.5.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκόρυμβος: -ον, ὁ δύο ἔχων κορύμβους, δύο κορυφάς, Παρνασσὸς Λουκ. Χαρ. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux sommets.
Étymologie: δίς, κόρυμβος.

Spanish (DGE)

(δῐκόρυμβος) -ον
de dos picos ἕδρανα del Parnaso Pae.Delph.4, cf. Luc.Cont.5, Philostr.VA 2.3, de la figura formada por la constelación de las Hiades, Paul.Sil.Soph.849.

Greek Monolingual

δικόρυμβος, -ον (Α)
φρ. «δικόρυμβος Παρνασσός» — με τις δυο κορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κόρυμβος «κορφή βουνού»].

Greek Monotonic

δῐκόρυμβος: -ον, αυτός που έχει δύο άκρες, δύο κορυφές, δίκορφος, σε Λουκ.