διπόταμος: Difference between revisions

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
(big3_12)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δῐπόταμος) -ον [[que tiene dos ríos]] πόλις E.<i>Supp</i>.621.
|dgtxt=(δῐπόταμος) -ον [[que tiene dos ríos]] πόλις E.<i>Supp</i>.621.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δῐπότᾰμος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] [[δύο]] ποταμών, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπότᾰμος Medium diacritics: διπόταμος Low diacritics: διπόταμος Capitals: ΔΙΠΟΤΑΜΟΣ
Transliteration A: dipótamos Transliteration B: dipotamos Transliteration C: dipotamos Beta Code: dipo/tamos

English (LSJ)

ον,

   A between two rivers, πόλις E.Supp.621 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐπότᾰμος: -ον, ὁ μεταξὺ δύο ποταμῶν, πόλις Εὐρ. Ἱκέτ. 621· πρβλ. διθάλασσος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
baigné par deux fleuves.
Étymologie: δίς, ποταμός.

Spanish (DGE)

(δῐπόταμος) -ον que tiene dos ríos πόλις E.Supp.621.

Greek Monotonic

δῐπότᾰμος: -ον, αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ποταμών, σε Ευρ.