δωδεκέτης: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δωδεκέτης]] και δωδεκετής και [[δωδεχέτης]], ο (θηλ. [[δωδεκέτις]], η) (Α)<br />ο [[δωδεκαετής]]. | |mltxt=[[δωδεκέτης]] και δωδεκετής και [[δωδεχέτης]], ο (θηλ. [[δωδεκέτις]], η) (Α)<br />ο [[δωδεκαετής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δωδεκέτης:''' ή -ετής, ὁ, [[δωδεκάχρονος]], σε Πλούτ.· θηλ. -έτις, <i>-[[ίδος]]</i>, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, or δωδεκ-ετής, οῦ, ὁ,
A twelve years old, Call.Epigr.21 (δωδεκένη Meineke), Plu.Aem.35:—in form δωδεχέτης, IG4.51 (Aegina), Annuario 4/5.467 (Halic., iv B.C.):—fem. δωδεκ-έτις, ιδος, AP11.70 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 694] ὁ, zwölfjährig; Plut. Aemil. 35; Callim. 58 (VII, 453); Strat. 4 (XII, 4) auch δωδεκέτους im gen.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκέτης: ἢ -ετής, ὁ, δώδεκα ἐτῶν τὴν ἡλικίαν, Καλλ. Ἐπ. 20, Πλούτ. Αἰμιλ. 35· - θηλ. -έτις, ιδος, Ἀνθ. Π. 11. 70· ἴδε δεκαετής.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
âgé de douze ans.
Étymologie: δώδεκα, ἔτος.
Spanish (DGE)
-ες
• Alolema(s): δωδεχ- IG 4.51 (Egina II/I a.C.), IUrb.Rom.1700.13 (II d.C.), INikaia 1591.3 (III/IV d.C.); δυωδεχ- IG 10(2).1.368 (II d.C.)
1 de doce años de edad Θεόδωρος CEG 709.5 (Halicarnaso IV a.C.), Βρεισηΐς IG 12(8).446 (Tasos I a.C.), cf. INikaia l.c., παῖς Call.Epigr.19, IG 4.51 (Egina II/I a.C.), IG 10(2).1.368 (Tesalónica II d.C.)
•en uso pred. a los doce años de edad δ. Μοιρῶν οἶμον ἀμειβόμενος IUrb.Rom.1337 (I/II d.C.), δ. ἔθανον IG 10(2).1.565 (III d.C.), cf. Plu.Aem.35, δ. ... ὑπὸ χθόνα ... κεῖμαι IKyzikos 538.3 (II d.C.), en cont. no funerar. δ. ἦλθον Ῥώμην IUrb.Rom.1165.6 (II d.C.), δωδεχέτην ἔλαβον la tomé por esposa cuando tenía doce años, IUrb.Rom.l.c., cf. δωδεκαετής.
2 adv. -ῶς durante doce años ὁ Ἡρακλῆς τῷ Εὐρυσθεῖ δ. λατρεύων Tz.H.5.111.
Greek Monolingual
δωδεκέτης και δωδεκετής και δωδεχέτης, ο (θηλ. δωδεκέτις, η) (Α)
ο δωδεκαετής.
Greek Monotonic
δωδεκέτης: ή -ετής, ὁ, δωδεκάχρονος, σε Πλούτ.· θηλ. -έτις, -ίδος, σε Ανθ.