ἐγκυλίνδω: Difference between revisions
(10) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐγκυλίνδω]] και [[ἐγκυλίω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περιτυλίσσω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> κυλιέμαι [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> παρασύρομαι, περιπλέκομαι. | |mltxt=[[ἐγκυλίνδω]] και [[ἐγκυλίω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περιτυλίσσω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> κυλιέμαι [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> παρασύρομαι, περιπλέκομαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐγκῠλίνδω:''' μέλ. -[[κυλίσω]] [ῑ], [[περιτυλίγω]], [[περιβάλλω]]· μεταφ. στην Παθ., μπλεγμένος, αναμεμειγμένος, μπερδεμένος, <i>εἴς τι</i>, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:24, 30 December 2018
English (LSJ)
(ἐγκυλῑω Hp.Mul.1.75, Arist.Pr.914a22, Vett.Val.118.15, etc.), fut. -κυλίσω [ῑ]:—
A roll or wrap up in, πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Pherecr.146.2; τι ἐς ἔριον Hp.l.c. II metaph. in Pass., to be involved in, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθείς X.Mem.1.2.22, cf. Vett. Val. l.c.; εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις D.H.11.36; ἐν κακοῖς Porph.Chr. 26; πράγμασι Cat.Cod.Astr.7.208:—in aor. Med., ἐγκυλίσασθαι Luc. Hipp.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκῠλίνδω: μέλλ. -κυλίσω ῑ: ― περιτυλίσσω, ἐντυλίσσω, περιβάλλω, πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 7· Παθ. ἐγκυλίομαι Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 31. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ παθ., περιπλέκομαι εἴς τι, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθεὶς Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22· εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις Διον. Ἁλ. 11. 36: οὕτω καὶ κατὰ μεσ. ἀόρ., ἐγκυλίσασθαι Λουκ. Ἱππ. ἢ Βαλαν. 6.
French (Bailly abrégé)
rouler dans.
Étymologie: ἐν, κυλίνδω.
Greek Monolingual
ἐγκυλίνδω και ἐγκυλίω (Α)
1. περιτυλίσσω
2. μέσ. κυλιέμαι μέσα σε κάτι
3. παθ. παρασύρομαι, περιπλέκομαι.
Greek Monotonic
ἐγκῠλίνδω: μέλ. -κυλίσω [ῑ], περιτυλίγω, περιβάλλω· μεταφ. στην Παθ., μπλεγμένος, αναμεμειγμένος, μπερδεμένος, εἴς τι, σε Ξεν.