ἐκθαρρέω: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />avoir pleine confiance.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[θαρρέω]]. | |btext=-ῶ :<br />avoir pleine confiance.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[θαρρέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκθαρρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, επιτετ. αντί [[θαρρέω]], έχω πλήρη, απόλυτη [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον, με δοτ., σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 30 December 2018
English (LSJ)
strengthd. for θαρρέω,
A have full confidence, ἐκτεθαρρηκὼς τοῖς πράγμασι Plu.Rom.26 ; to be encouraged, ὑπό τινος Id.Galb. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθαρρέω: ἐπιτεταμμένον ἀντὶ τοῦ θαρρέω, ἔχω πλήρη πεποίθησιν, μετὰ δοτ., ἐκτεθαρρηκὼς τοῖς πράγμασι Πλουτ. Ρωμ. 26 παραθαρρύνομαι ὑπό τινος, ὁ αὐτ. Γάλβ. 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir pleine confiance.
Étymologie: ἐκ, θαρρέω.
Greek Monotonic
ἐκθαρρέω: μέλ. -ήσω, επιτετ. αντί θαρρέω, έχω πλήρη, απόλυτη εμπιστοσύνη σε κάποιον, με δοτ., σε Πλούτ.