ἕλανδρος: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἔλανδρος, -ον (Α)<br />(για την Ελένη) αυτή που καταστρέφει τους άντρες, ολέθρια για τους άνδρες. | |mltxt=ἔλανδρος, -ον (Α)<br />(για την Ελένη) αυτή που καταστρέφει τους άντρες, ολέθρια για τους άνδρες. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἕλανδρος:''' -ον ([[ἑλεῖν]]), αυτή που καταστρέφει τους άντρες, λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A man-destroying, epith. of Helen, A.Ag.689 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 789] Männer fangend, Aesch. Ag. 674.
Greek (Liddell-Scott)
ἕλανδρος: -ον, ἐπίθ. τῆς Ἑλένης, ἡ καταστρέφουσα τοὺς ἄνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 689.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui prend les hommes.
Étymologie: ἑλεῖν, ἀνήρ.
Spanish (DGE)
-ον
que destruye o pierde a los hombresde Helena, A.A.690.
Greek Monolingual
ἔλανδρος, -ον (Α)
(για την Ελένη) αυτή που καταστρέφει τους άντρες, ολέθρια για τους άνδρες.
Greek Monotonic
ἕλανδρος: -ον (ἑλεῖν), αυτή που καταστρέφει τους άντρες, λέγεται για την Ελένη, σε Αισχύλ.