ἔμψοφος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔμψοφος]], -ον (Α)<br />αυτός που παράγει ήχο, [[ηχηρός]], [[θορυβώδης]]. | |mltxt=[[ἔμψοφος]], -ον (Α)<br />αυτός που παράγει ήχο, [[ηχηρός]], [[θορυβώδης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔμψοφος:''' -ον (ἐν), αυτός που ηχεί, που κάνει κρότο, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A sounding, AP5.243 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 821] schallend, Paul. Sil. 2 (V, 244).
Greek (Liddell-Scott)
ἔμψοφος: -ον, ἠχῶν, Ἀνθ. Παλ. 5. 244.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sonore.
Étymologie: ἐν, ψόφος.
Spanish (DGE)
-ον
sonoro, ruidoso μακρὰ φιλεῖ Γαλάτεια καὶ ἔμψοφα Galatea da besos grandes y ruidosos, AP 5.244 (Paul.Sil.), cf. Sud.
Greek Monolingual
ἔμψοφος, -ον (Α)
αυτός που παράγει ήχο, ηχηρός, θορυβώδης.
Greek Monotonic
ἔμψοφος: -ον (ἐν), αυτός που ηχεί, που κάνει κρότο, σε Ανθ.