ἐπιδιαρρήγνυμαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
(13)
(4)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιδιαρρήγνυμαι]] (Α)<br />[[σκάζω]] («κᾷτ’... ἐκροφήσας... ἐπιδιαρραγῶ» — κι [[έπειτα]] να το ρουφήξω όλο και να σκάσω, Αρφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>διαρρήγνυμαι</i> «[[σκάζω]]»].
|mltxt=[[ἐπιδιαρρήγνυμαι]] (Α)<br />[[σκάζω]] («κᾷτ’... ἐκροφήσας... ἐπιδιαρραγῶ» — κι [[έπειτα]] να το ρουφήξω όλο και να σκάσω, Αρφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>διαρρήγνυμαι</i> «[[σκάζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιδιαρρήγνῡμαι:''' αόρ. βʹ -διερράγην [ᾰ], Παθ., [[ξεσπώ]] [[εναντίον]] ή λόγω ενός πράγματος, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδιαρρήγνῠμαι Medium diacritics: ἐπιδιαρρήγνυμαι Low diacritics: επιδιαρρήγνυμαι Capitals: ΕΠΙΔΙΑΡΡΗΓΝΥΜΑΙ
Transliteration A: epidiarrḗgnymai Transliteration B: epidiarrēgnymai Transliteration C: epidiarrignymai Beta Code: e)pidiarrh/gnumai

English (LSJ)

aor. -διερράγην [ᾰ], Pass.,

   A burst at or because of a thing, Ar.Eq.701.

Greek Monolingual

ἐπιδιαρρήγνυμαι (Α)
σκάζω («κᾷτ’... ἐκροφήσας... ἐπιδιαρραγῶ» — κι έπειτα να το ρουφήξω όλο και να σκάσω, Αρφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + διαρρήγνυμαι «σκάζω»].

Greek Monotonic

ἐπιδιαρρήγνῡμαι: αόρ. βʹ -διερράγην [ᾰ], Παθ., ξεσπώ εναντίον ή λόγω ενός πράγματος, σε Αριστοφ.