ἐπιρρητορεύω: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιρρητορεύω]] (Α) [[ρητορεύω]]<br /><b>1.</b> [[ρητορεύω]], [[μιλώ]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[προσθέτω]] στο [[τέλος]] του ρητορικού μου λόγου. | |mltxt=[[ἐπιρρητορεύω]] (Α) [[ρητορεύω]]<br /><b>1.</b> [[ρητορεύω]], [[μιλώ]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[προσθέτω]] στο [[τέλος]] του ρητορικού μου λόγου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιρρητορεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ρητορεύω]] πάνω σε ένα [[θέμα]], <i>τί τινι</i>, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A declaim over, τί τινι Luc.Hist.Conscr.26; τι κατά τινος Ach.Tat.8.8. II. introduce besides, τοὺς ἐπιλογικοὺς οἴκτους Ath.13.590e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρρητορεύω: ῥητορεύω ἐπί τινος, ἐπάνω εἴς τινα, ὃς τοιαῦτα καὶ τοσαῦτα ἐπερρητόρευσεν αὐτῷ Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 26· τι κατά τινος Ἀχ. Τάτ. 8. 8. ΙΙ. εἰσάγω πρὸς τούτοις ὡς ῥητορικὸν ἐπίλογον, Ἀθήν. 590Ε.
French (Bailly abrégé)
débiter sur un ton de rhéteur, déclamer.
Étymologie: ἐπί, ῥητορεύω.
Greek Monolingual
ἐπιρρητορεύω (Α) ρητορεύω
1. ρητορεύω, μιλώ για κάτι
2. προσθέτω στο τέλος του ρητορικού μου λόγου.
Greek Monotonic
ἐπιρρητορεύω: μέλ. -σω, ρητορεύω πάνω σε ένα θέμα, τί τινι, σε Λουκ.