ἐπιτείχισις: Difference between revisions
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de se fortifier contre, fortification contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτειχίζω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action de se fortifier contre, fortification contre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτειχίζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιτείχῐσις:''' -εως, ἡ, [[οικοδόμηση]] φρουρίου στα εχθρικά [[σύνορα]], [[κατοχή]] συνόρων, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A building a fort on the enemy's frontier, Th.1.142 ; ἐ. Δεκελείας Id.6.93.
German (Pape)
[Seite 990] ἡ, das Anlegen von Befestigungen, Bollwerken gegen Jemanden, Thuc. 1, 142, Befestigung, Δεκελείας 6, 93.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτείχῐσις: -εως, ἡ, ἡ οἰκοδόμησις φρουρίου ἐπὶ τῶν ἐχθρικῶν συνόρων, ἡ κατοχὴ αὐτῶν, Θουκ. 1. 142· ἐπ. Δεκελείας ὁ αὐτ. 6. 93.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se fortifier contre, fortification contre.
Étymologie: ἐπιτειχίζω.
Greek Monotonic
ἐπιτείχῐσις: -εως, ἡ, οικοδόμηση φρουρίου στα εχθρικά σύνορα, κατοχή συνόρων, σε Θουκ.