εὔοφρυς: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔοφρυς]], -υ (ΑΜ)<br />αυτός που έχει ωραία φρύδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οφρύς]] «[[φρύδι]]»]. | |mltxt=[[εὔοφρυς]], -υ (ΑΜ)<br />αυτός που έχει ωραία φρύδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[οφρύς]] «[[φρύδι]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔοφρυς:''' -υ, αυτός που έχει ωραία φρύδια, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 30 December 2018
English (LSJ)
υ,
A with fine eyebrows, Philostr.Her.19.9, AP5.75 (Rufin.).
German (Pape)
[Seite 1085] mit schönen Augenbrauen, Rufin. 19 (V, 76).
Greek (Liddell-Scott)
εὔοφρῠς: υ, ἔχων ὡραίας ὀφρῦς, Ἀνθ. Π. 5. 76.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ, ἡ)
aux beaux sourcils.
Étymologie: εὖ, ὀφρύς.
Greek Monolingual
εὔοφρυς, -υ (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραία φρύδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οφρύς «φρύδι»].
Greek Monotonic
εὔοφρυς: -υ, αυτός που έχει ωραία φρύδια, σε Ανθ.