ζορκάς: Difference between revisions
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(16) |
(4) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζορκάς]], (-[[άδος]]) και ζόρξ, (-κός), ή (Α)<br />διαφ. τ. του [[δορκάς]]<br />[[ζαρκάδι]]. | |mltxt=[[ζορκάς]], (-[[άδος]]) και ζόρξ, (-κός), ή (Α)<br />διαφ. τ. του [[δορκάς]]<br />[[ζαρκάδι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζορκάς:''' -[[άδος]], ἡ, βλ. [[δορκάς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 1140] άδος, ἡ, u. ζόρξ, ζορκός, = δορκάς, Her. 4, 192; Callim. Dian. 97.
Greek (Liddell-Scott)
ζορκάς: -άδος, ἡ ἴδε ἐν λ. δορκάς.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
ion. c. δορκάς, animal.
Greek Monolingual
ζορκάς, (-άδος) και ζόρξ, (-κός), ή (Α)
διαφ. τ. του δορκάς
ζαρκάδι.