ἡμεροσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(16)
(4)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμεροσκόπος]], -ον (AM)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἡμεροσκόπος]]<br />[[φρουρός]] που στέκεται σε ύψωμα για να ελέγχει τις κινήσεις του εχθρού [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας («λείποντες δὲ ἡμεροσκόπους [[περί]] τὰ ὑψηλά», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιτηρητής]] («πιστὸν ἡμεροσκόπον ὀφθαλμόν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αστερο</i>-<i>σκόπος</i>, <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
|mltxt=[[ἡμεροσκόπος]], -ον (AM)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἡμεροσκόπος]]<br />[[φρουρός]] που στέκεται σε ύψωμα για να ελέγχει τις κινήσεις του εχθρού [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας («λείποντες δὲ ἡμεροσκόπους [[περί]] τὰ ὑψηλά», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιτηρητής]] («πιστὸν ἡμεροσκόπον ὀφθαλμόν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αστερο</i>-<i>σκόπος</i>, <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡμεροσκόπος:''' ὁ, αυτός που φρουρεί κατά τη [[διάρκεια]] της ημέρας, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· ως ουσ., ημεροφύλακας, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1166] ὁ, Tagwächter, Soph. Ant. 253; φύλακες Ar. Av. 1170; vgl. Aesch. Spt. 66; Her. 7, 182. 192.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροσκόπος: ὁ, φυλάττων ἐν καιρῷ ἡμέρας, Αἰσχύλ. Θήβ. 66· φύλαξ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1174· - ὡς οὐσιαστ., φρουρός ἐν καιρῷ ἡμέρας, Ἡρόδ. 7. 182, 192, Σοφ. Ἀντ. 253, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui veille pendant le jour ; subst. guetteur ou sentinelle de jour.
Étymologie: ἡμέρα, σκοπέω.

Greek Monolingual

ἡμεροσκόπος, -ον (AM)
το αρσ. ως ουσ. ἡμεροσκόπος
φρουρός που στέκεται σε ύψωμα για να ελέγχει τις κινήσεις του εχθρού κατά τη διάρκεια της ημέρας («λείποντες δὲ ἡμεροσκόπους περί τὰ ὑψηλά», Ηρόδ.)
αρχ.
επιτηρητής («πιστὸν ἡμεροσκόπον ὀφθαλμόν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -σκοπος (< σκοπός), πρβλ. αστερο-σκόπος, οιωνο-σκόπος].

Greek Monotonic

ἡμεροσκόπος: ὁ, αυτός που φρουρεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· ως ουσ., ημεροφύλακας, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.