θυρσοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυρσοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που κρατά θύρσο («Βάκχαι τε θυρσοφόροι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σημαιο</i>-[[φόρος]], <i>τροπαιο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=[[θυρσοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που κρατά θύρσο («Βάκχαι τε θυρσοφόροι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρσος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σημαιο</i>-[[φόρος]], <i>τροπαιο</i>-[[φόρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θυρσοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά, μεταφέρει θύρσο, σε Ευρ., Ανθ. Π.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσοφόρος Medium diacritics: θυρσοφόρος Low diacritics: θυρσοφόρος Capitals: ΘΥΡΣΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: thyrsophóros Transliteration B: thyrsophoros Transliteration C: thyrsoforos Beta Code: qursofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A thyrsus-bearing, Βάκχαι E.Cyc.64 (lyr.), cf.AP9.524.9.

German (Pape)

[Seite 1228] den Thyrsus tragend; Βάκχαι Eur. Cycl. 64; Dionysus Anth. (IX, 524, 8); Orph. H. 43, 3.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοφόρος: -ον, ὁ φέρων θύρσον, Βάκχαι Εὐρ. Κύκλ. 64, Ἀνθ. Π. 9. 524.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte un thyrse.
Étymologie: θύρσος, φέρω.

Greek Monolingual

θυρσοφόρος, -ον (Α)
αυτός που κρατά θύρσο («Βάκχαι τε θυρσοφόροι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. σημαιο-φόρος, τροπαιο-φόρος.

Greek Monotonic

θυρσοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά, μεταφέρει θύρσο, σε Ευρ., Ανθ. Π.