ἱρωσύνη: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱρωσύνη]], ἡ (Α)<br />(ιων. τ. του [[ιερωσύνη]]) ιερατικό [[αξίωμα]] («τεμένεα ἐξελῶν καὶ ἱρωσύνας τὰ ἄλλα [[πάντα]] τὰ πρότερον εἶχον βασιλέες», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=[[ἱρωσύνη]], ἡ (Α)<br />(ιων. τ. του [[ιερωσύνη]]) ιερατικό [[αξίωμα]] («τεμένεα ἐξελῶν καὶ ἱρωσύνας τὰ ἄλλα [[πάντα]] τὰ πρότερον εἶχον βασιλέες», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱρωσύνη:''' ἡ, Ιων. αντί [[ἱερωσύνη]].
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱρωσύνη Medium diacritics: ἱρωσύνη Low diacritics: ιρωσύνη Capitals: ΙΡΩΣΥΝΗ
Transliteration A: hirōsýnē Transliteration B: hirōsynē Transliteration C: irosyni Beta Code: i(rwsu/nh

English (LSJ)

ἡ, Ion. for ἱερωσύνη,

   A priesthood, v.l. in Hdt.4.161.

German (Pape)

[Seite 1262] ἡ, ion. = ἱερωσύνη, Priesteramt, Her. 4, 161. 6, 56.

Greek (Liddell-Scott)

ἱρωσύνη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ ἱερωσύνη, ἱερατικὸν ἀξίωμα, Ἡρόδ. 4. 161.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἱεροσύνη.

Greek Monolingual

ἱρωσύνη, ἡ (Α)
(ιων. τ. του ιερωσύνη) ιερατικό αξίωμα («τεμένεα ἐξελῶν καὶ ἱρωσύνας τὰ ἄλλα πάντα τὰ πρότερον εἶχον βασιλέες», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

ἱρωσύνη: ἡ, Ιων. αντί ἱερωσύνη.