ἱερογλυφικός: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ιερογλυφικός]], -ή, όν) [[ιερογλύφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερογλύφο, αυτός που αναπαριστάνεται με συμβολικές εικόνες («ιερογλυφική [[γραφή]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιερογλυφικά</i> (ενν. <i>γράμματα</i>)<br />τα συμβολικά [[σημεία]] της εικονικής [[γραφής]] τών αρχαίων Αιγυπτίων<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) δυσανάγνωστα ή δυσνόητα [[κείμενα]] ή γράμματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιερογλυφικώς</i> και -<i>ά</i> (Α ἱερογλυφικῶς)<br />με ιερογλυφικό τρόπο. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ιερογλυφικός]], -ή, όν) [[ιερογλύφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερογλύφο, αυτός που αναπαριστάνεται με συμβολικές εικόνες («ιερογλυφική [[γραφή]]»)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιερογλυφικά</i> (ενν. <i>γράμματα</i>)<br />τα συμβολικά [[σημεία]] της εικονικής [[γραφής]] τών αρχαίων Αιγυπτίων<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) δυσανάγνωστα ή δυσνόητα [[κείμενα]] ή γράμματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιερογλυφικώς</i> και -<i>ά</i> (Α ἱερογλυφικῶς)<br />με ιερογλυφικό τρόπο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱερογλῠφικός:''' -ή, -όν, [[ιερογλυφικός]]· <i>ἱερογλυφικά</i> (ενν. <i>γράμματα</i>), <i>τά</i>, [[τρόπος]] [[γραφής]] πάνω σε μνημεία τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι ιερείς, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A hieroglyphic: ἱερογλυφικά, with or without γράμματα, τά, D.S.3.4, Plu.2.354f, Ps.-Luc.Philopatr.21, Dam.Isid.98, etc. Adv. -κῶς PMag.Leid.V.8.29:
Greek (Liddell-Scott)
ἱερογλῠφικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν· ἱερογλυφικὰ (δηλ. γράμματα), τά, τὰ παρ’ Αἰγυπτίοις διὰ παντοίων σημείων γραφόμενα γράμματα ἐπὶ ὀβελίσκων καὶ ἄλλων μνημείων, Πλούτ. 2. 354F, Λουκ. Φιλοπ. 21, πρβλ. Ἑρμότ. 44, κτλ.· ταῦτα μετεγράφοντο ἐπὶ παπύρων δι’ ἄλλων χαρακτήρων (τῶν ἱερατικῶν), Κλήμ. Ἁλ. 657· καὶ ταῦτα πάλιν ἁπλοποιούμενα μετεβάλλοντο εἰς τὰ δημοτικὰ (Ἡρόδ. 2. 36), ἅπερ ὁ Πορφ. ἐν Βίῳ Πυθ. § 12 καλεῖ ἐπιστολογραφικά, καὶ ὁ Κλήμ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἡ ἐπ. μέθοδος· ἴδε Müller Archäol. d. Kunst. § 216: - τὰ ἱερὰ γράμματα τοῦ Ἡροδ. πιθαν. περιελάμβανον τά τε ἱερογλυφικὰ καὶ τὰ ἱερατικά.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
hiéroglyphique ; τὰ ἱερογλυφικά (γράμματα) hiéroglyphes, caractères de l’écriture sacrée des prêtres égyptiens.
Étymologie: ἱερός, γλύπτω.
Spanish
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ιερογλυφικός, -ή, όν) ιερογλύφος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερογλύφο, αυτός που αναπαριστάνεται με συμβολικές εικόνες («ιερογλυφική γραφή»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιερογλυφικά (ενν. γράμματα)
τα συμβολικά σημεία της εικονικής γραφής τών αρχαίων Αιγυπτίων
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δυσανάγνωστα ή δυσνόητα κείμενα ή γράμματα.
επίρρ...
ιερογλυφικώς και -ά (Α ἱερογλυφικῶς)
με ιερογλυφικό τρόπο.
Greek Monotonic
ἱερογλῠφικός: -ή, -όν, ιερογλυφικός· ἱερογλυφικά (ενν. γράμματα), τά, τρόπος γραφής πάνω σε μνημεία τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι ιερείς, σε Λουκ.