καθαιρέτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθαιρέτης]], ὁ, θηλ. καθαιρέτις, -ιδος (AM) [[καθαιρώ]]<br />[[ανατροπέας]], αυτός που καθαιρεί, που καταλύει, που κατατροπώνει («[[καθαιρέτης]] πολεμίων», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=[[καθαιρέτης]], ὁ, θηλ. καθαιρέτις, -ιδος (AM) [[καθαιρώ]]<br />[[ανατροπέας]], αυτός που καθαιρεί, που καταλύει, που κατατροπώνει («[[καθαιρέτης]] πολεμίων», <b>Θουκ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''καθαιρέτης:''' -ου, ὁ, αυτός που καταλύει, καταρρίπτει, ανατρέπει, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθαιρέτης Medium diacritics: καθαιρέτης Low diacritics: καθαιρέτης Capitals: ΚΑΘΑΙΡΕΤΗΣ
Transliteration A: kathairétēs Transliteration B: kathairetēs Transliteration C: kathairetis Beta Code: kaqaire/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A overthrower, πολεμίων Th.4.83; Καίσαρος D.C.44.1.    II house-breaker (?), BGU14v12 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1279] ὁ, der niederreißt, der Zerstörer, Vernichter; καθ. ὧν ἂν αὐτὸς ἀποφαίνῃ πολεμίων Thuc. 4, 83; Sp., καθαιρέται τοῦ Καίσαρος, die Mörder, D. Cass. 44, 1.

Greek (Liddell-Scott)

καθαιρέτης: -ου, ὁ, ὁ καθαιρῶν, καταβάλλων, καταρρίπτων, πολεμίων Θουκ. 4. 83· Καίσαρος Δίων Κ. 44. 1.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui renverse, destructeur.
Étymologie: καθαιρέω.

Greek Monolingual

καθαιρέτης, ὁ, θηλ. καθαιρέτις, -ιδος (AM) καθαιρώ
ανατροπέας, αυτός που καθαιρεί, που καταλύει, που κατατροπώνει («καθαιρέτης πολεμίων», Θουκ.).

Greek Monotonic

καθαιρέτης: -ου, ὁ, αυτός που καταλύει, καταρρίπτει, ανατρέπει, σε Θουκ.