κακίων: Difference between revisions

From LSJ

φύσει γὰρ ἄνθρωπος ὃ βούλεται, τοῦτο καί οἴεται → it's human nature: what you want, you believe

Source
(18)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακίων]], -ον (Α)<br />συγκριτ. του [[κακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. συγκριτ. -<i>ίων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχ</i>-<i>ίων</i>, <i>ηδ</i>-<i>ίων</i>)].
|mltxt=[[κακίων]], -ον (Α)<br />συγκριτ. του [[κακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. συγκριτ. -<i>ίων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχ</i>-<i>ίων</i>, <i>ηδ</i>-<i>ίων</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκίων:''' [[κάκιστος]], ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του [[κακός]].
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1298] ον, compar. zu κακός; ι ist bei Hom. u. Ep. kurz, bei den attischen Dichtern lang.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκίων: κάκιστος, ἀνώμαλ. Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. τοῦ κακός.

French (Bailly abrégé)

Cp. de κακός.

Greek Monolingual

κακίων, -ον (Α)
συγκριτ. του κακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. συγκριτ. -ίων (πρβλ. αισχ-ίων, ηδ-ίων)].

Greek Monotonic

κᾰκίων: κάκιστος, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του κακός.