κατάπαστος: Difference between revisions
(19) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατάπαστος]], -ον (Α) [[καταπάσσω]]<br /><b>1.</b> καλά πασπαλισμένος<br /><b>2.</b> καλυμμένος, σκεπασμένος («ἔλθοις στεφάνοις [[κατάπαστος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> κεντημένος, καταστολισμένος («[[χιτών]] χρυσῷ [[κατάπαστος]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατάλληλος]] για [[πασπάλισμα]], για [[ράντισμα]]. | |mltxt=[[κατάπαστος]], -ον (Α) [[καταπάσσω]]<br /><b>1.</b> καλά πασπαλισμένος<br /><b>2.</b> καλυμμένος, σκεπασμένος («ἔλθοις στεφάνοις [[κατάπαστος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> κεντημένος, καταστολισμένος («[[χιτών]] χρυσῷ [[κατάπαστος]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατάλληλος]] για [[πασπάλισμα]], για [[ράντισμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατάπαστος:''' -ον, <b class="num">1.</b> πασπαλισμένος, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> κεντημένος, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A besprinkled, bespattered with, στεφάνοις Ar.Eq. 502; ἡδυσματίοις Telecl.1.11; σαργὸν τυρῷ κ. Archestr.Fr.36.3. 2 suitable for use as a powder, Asclep. ap. Gal.13.159, etc. 3 embroidered, ἁλουργίς Ar.Eq.968; Χιτὼν Χρυσῷ κ. D.C.72.17; Χρυσαῖς ἀκτῖσι Hld.3.4, cf. 10.9, Aristid.Or.17(15).10.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπαστος: -ον, κατερραντισμένος, πασπαλισμένος, κεκαλυμμένος, στεφάνοις Ἀριστοφ. Ἱππ. 502· κατάμεστος, ἠδυσματίοις Τηλεκλείδ. «ἐν Ἀμφικτ.» 1, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321C· 2) κεντημένος, πεποικιλμένος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 968· ἁλουργὶς κ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 968· χιτὼν χρυσῷ κ. Δίων. Κ. 72, 17· χρυσαῖς ἀκτῖσι Ἡλιόδ., πρβλ. 10, 9· κ. χιτῶνες ἀγαλμάτων Ἀριστείδ. 1. 231· «καππαστόν· ποικίλον» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 saupoudré, jonché, couvert de, τινι;
2 brodé de, τινι.
Étymologie: καταπάσσω.
Greek Monolingual
κατάπαστος, -ον (Α) καταπάσσω
1. καλά πασπαλισμένος
2. καλυμμένος, σκεπασμένος («ἔλθοις στεφάνοις κατάπαστος», Αριστοφ.)
2. κεντημένος, καταστολισμένος («χιτών χρυσῷ κατάπαστος», Διόδ.)
3. κατάλληλος για πασπάλισμα, για ράντισμα.
Greek Monotonic
κατάπαστος: -ον, 1. πασπαλισμένος, σε Αριστοφ.
2. κεντημένος, στον ίδ.