καταρρακόω: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />mettre en lambeaux, déchirer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥακόω]]. | |btext=-ῶ :<br />mettre en lambeaux, déchirer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ῥακόω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταρρᾰκόω:''' [[σχίζω]] σε κουρέλια· μτχ. Παθ. παρακ. <i>κατερρακωμένος</i>, αυτός που είναι ενδεδυμένος με κουρέλια, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A tear into shreds: pf. part. Pass. κατερρακωμένος in rags, S.Tr.1103.
Greek (Liddell-Scott)
καταρρᾰκόω: κατακόπτω, σχίζω, εἰς ῥάκη, κατακουρελιάζω, μετοχ. παθ. Πρκμ. κατερρακωμένος, ὡς ῥάκη τὰς σάρκας ξεσχισμένας καὶ κρεμαμένας ἔχων, ἄναρθρος κ. Σοφ. Τρ. 1103.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mettre en lambeaux, déchirer.
Étymologie: κατά, ῥακόω.
Greek Monotonic
καταρρᾰκόω: σχίζω σε κουρέλια· μτχ. Παθ. παρακ. κατερρακωμένος, αυτός που είναι ενδεδυμένος με κουρέλια, σε Σοφ.