καταπλουτίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταπλουτίζω]]) (επιτ. τ. τρύ [[πλουτίζω]]) [[κάνω]] κάποιον [[πάρα]] πολύ πλούσιο, [[πλουτίζω]] πολύ κάποιον.
|mltxt=(AM [[καταπλουτίζω]]) (επιτ. τ. τρύ [[πλουτίζω]]) [[κάνω]] κάποιον [[πάρα]] πολύ πλούσιο, [[πλουτίζω]] πολύ κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπλουτίζω:''' μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[εμπλουτίζω]], [[πλουμίζω]], σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλουτίζω Medium diacritics: καταπλουτίζω Low diacritics: καταπλουτίζω Capitals: ΚΑΤΑΠΛΟΥΤΙΖΩ
Transliteration A: kataploutízō Transliteration B: kataploutizō Transliteration C: kataploutizo Beta Code: kataplouti/zw

English (LSJ)

   A enrich greatly, τινα Hdt.6.132, X.Oec.4.7; τινὰ εὐεργεσίαις Ph.2.588.

German (Pape)

[Seite 1371] sehr bereichern, Her. 6, 132 Xen. Oec. 4, 7 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταπλουτίζω: μέλλ. -ιῶ, μεγάλως πλουτίζω, τινὰ Ἡρόδ. 6. 132· μεγάλοις δώροις τινὰ κ. Ξεν. Οἰκ. 4. 7· καὶ μετὰ γεν. τοῦ πράγματος, κατεπλούτισε τὴν κτίσιν τῆς ἁγιστείας αὑτοῦ Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 115C.

French (Bailly abrégé)

rendre très riche.
Étymologie: κατά, πλουτίζω.

Greek Monolingual

(AM καταπλουτίζω) (επιτ. τ. τρύ πλουτίζω) κάνω κάποιον πάρα πολύ πλούσιο, πλουτίζω πολύ κάποιον.

Greek Monotonic

καταπλουτίζω: μέλ. -ιῶ, εμπλουτίζω, πλουμίζω, σε Ηρόδ., Ξεν.