καταθεάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-εῶμαι;<br /><b>1</b> regarder d’en haut;<br /><b>2</b> regarder attentivement.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[θεάομαι]].
|btext=-εῶμαι;<br /><b>1</b> regarder d’en haut;<br /><b>2</b> regarder attentivement.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[θεάομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταθεάομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ., [[βλέπω]] [[κάτι]] από [[ψηλά]], [[παρατηρώ]] από [[ψηλά]], σε Ξεν.· γενικά, [[παρατηρώ]], [[ατενίζω]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 23:42, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθεάομαι Medium diacritics: καταθεάομαι Low diacritics: καταθεάομαι Capitals: ΚΑΤΑΘΕΑΟΜΑΙ
Transliteration A: katatheáomai Transliteration B: katatheaomai Transliteration C: katatheaomai Beta Code: kataqea/omai

English (LSJ)

   A look down upon, watch from above, τὰ γιγνόμενα κ. ἀπὸ λόφου X.An.6.5.30; κ. εἰς τοὺς πολεμίους ib.1.8.14: abs., Id.Cyr.3.2.1: generally, contemplate, φορὰς ἄστρων Plu.2.426d: metaph., with the mind, X.Cyr.8.2.18.

German (Pape)

[Seite 1348] herabschauen, von einem hohen Orte aus betrachten, ἀπὸ λόφου τινὸς τὰ γιγνόμενα Xen. Cyr. 6, 5, 30; übh. in Augenschein nehmen, genau betrachten, τὰς τάξεις 5, 3, 55, τοὺς ἄλλους καταθεῶ καὶ λόγισαι 8, 2, 18; Sp., wie Plut. φορὰς ἄστρων def. or. 30.

Greek (Liddell-Scott)

καταθεάομαι: μέλλ.-άσομαι ᾱ, ἀποθ.:― θεωρῶ, βλέπω τι ἄνωθεν, τὰ γιγνόμενα καταθ. ἀπὸ λόφου Ξεν. Ἀν. 6. 5, 30· καταθ. εἴς τι αὐτόθι Ι. 8, 14·― καθόλου, θεωρῶ, μελετῶ, φορὰς ἄστρων Πλούτ. 2. 426D· μεταφ., θεῶμαί τι νοερῶς…, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 18.

French (Bailly abrégé)

-εῶμαι;
1 regarder d’en haut;
2 regarder attentivement.
Étymologie: κατά, θεάομαι.

Greek Monotonic

καταθεάομαι: μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ., βλέπω κάτι από ψηλά, παρατηρώ από ψηλά, σε Ξεν.· γενικά, παρατηρώ, ατενίζω, στον ίδ.