κατάπλεως: Difference between revisions
From LSJ
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατάπλεως]], -ων (Α)<br />(<b>αττ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κατάπλεος]]. | |mltxt=[[κατάπλεως]], -ων (Α)<br />(<b>αττ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κατάπλεος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατάπλεως:''' -ων, γεν. <i>-ω</i>, Αττ. αντί [[κατάπλεος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ων, gen. ω, Att. for κατάπλεος.
German (Pape)
[Seite 1370] s. κατάπλεος.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπλεως: -ων, γεν. -ω, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ κατάπλεος.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
plein de, rempli de, gén..
Étymologie: κατά, πλέως.
Greek Monolingual
κατάπλεως, -ων (Α)
(αττ. τ.) βλ. κατάπλεος.
Greek Monotonic
κατάπλεως: -ων, γεν. -ω, Αττ. αντί κατάπλεος.