κατάπλεως: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάπλεως]], -ων (Α)<br />(<b>αττ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κατάπλεος]].
|mltxt=[[κατάπλεως]], -ων (Α)<br />(<b>αττ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κατάπλεος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάπλεως:''' -ων, γεν. <i>-ω</i>, Αττ. αντί [[κατάπλεος]].
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπλεως Medium diacritics: κατάπλεως Low diacritics: κατάπλεως Capitals: ΚΑΤΑΠΛΕΩΣ
Transliteration A: katápleōs Transliteration B: katapleōs Transliteration C: katapleos Beta Code: kata/plews

English (LSJ)

ων, gen. ω, Att. for κατάπλεος.

German (Pape)

[Seite 1370] s. κατάπλεος.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπλεως: -ων, γεν. -ω, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ κατάπλεος.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
plein de, rempli de, gén..
Étymologie: κατά, πλέως.

Greek Monolingual

κατάπλεως, -ων (Α)
(αττ. τ.) βλ. κατάπλεος.

Greek Monotonic

κατάπλεως: -ων, γεν. , Αττ. αντί κατάπλεος.