κατιδεῖν: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(6_5)
(5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατιδεῖν''': ἀόρ. β΄ τοῦ [[καθοράω]].
|lstext='''κατιδεῖν''': ἀόρ. β΄ τοῦ [[καθοράω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατιδεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ του [[κατεῖδον]]· Μέσ., απαρ. αορ. βʹ <i>κατιδέσθαι</i>.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1401] aor. II. zu καθοράω.

Greek (Liddell-Scott)

κατιδεῖν: ἀόρ. β΄ τοῦ καθοράω.

Greek Monotonic

κατιδεῖν: απαρ. αορ. βʹ του κατεῖδον· Μέσ., απαρ. αορ. βʹ κατιδέσθαι.