καταχεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(20)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταχεύω]] (Α)<br />[[καταχέω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χεύω]] (επιτ. τ. του <i>χέω</i>)].
|mltxt=[[καταχεύω]] (Α)<br />[[καταχέω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χεύω]] (επιτ. τ. του <i>χέω</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταχεύω:''' Επικ. αντί επόμ.· Επικ. Μέσ. παρατ., [[τέττιξ]] καταχεύετ' ἀοιδήν, σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχεύω Medium diacritics: καταχεύω Low diacritics: καταχεύω Capitals: ΚΑΤΑΧΕΥΩ
Transliteration A: katacheúō Transliteration B: katacheuō Transliteration C: katacheyo Beta Code: kataxeu/w

English (LSJ)

Ep. for sq.:—Med.,

   A τέττιξ καταχεύετ' ἀοιδήν Hes.Op. 583.

Greek (Liddell-Scott)

καταχεύω: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., τέττιξ καταχεύετ’ ἀοιδὴν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 581.

Greek Monolingual

καταχεύω (Α)
καταχέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χεύω (επιτ. τ. του χέω)].

Greek Monotonic

καταχεύω: Επικ. αντί επόμ.· Επικ. Μέσ. παρατ., τέττιξ καταχεύετ' ἀοιδήν, σε Ησίοδ.