κατολολύζω: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατολολύζω]] (Α)<br />[[βγάζω]] θρηνητικές κραυγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀλολύζω]] «[[βγάζω]] δυνατές κραυγές»]. | |mltxt=[[κατολολύζω]] (Α)<br />[[βγάζω]] θρηνητικές κραυγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀλολύζω]] «[[βγάζω]] δυνατές κραυγές»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατολολύζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[βγάζω]] λυπητερές κραυγές για [[κάτι]], με γεν., σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
A shriek over, θύματος A.Ag.1118 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1403] (s. ὀλολύζω), aufseufzen wobei; κατολολυξάτω θύματος, bei dem Opfer, Aesch. Ag. 1089.
Greek (Liddell-Scott)
κατολολύζω: ὀλολύζω ἐπί τινος, ἐκφέρω λυπηρὰς κραυγάς, κατολολυξάτω θύματος, κατὰ τὴν θυσίαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1118.
French (Bailly abrégé)
pousser un cri de triomphe sur ou au sujet de, gén..
Étymologie: κατά, ὀλολύζω.
Greek Monolingual
κατολολύζω (Α)
βγάζω θρηνητικές κραυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀλολύζω «βγάζω δυνατές κραυγές»].
Greek Monotonic
κατολολύζω: μέλ. -ξω, βγάζω λυπητερές κραυγές για κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.