κέκληκα: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
(Bailly1_3)
 
(5)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[καλέω]].
|btext=v. [[καλέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κέκληκα:''' Ενεργ. παρακ. του [[καλέω]]· [[κέκλημαι]], παρακ. Παθ.· ευκτ. <i>κεκλῄμην</i>.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

v. καλέω.

Greek Monotonic

κέκληκα: Ενεργ. παρακ. του καλέω· κέκλημαι, παρακ. Παθ.· ευκτ. κεκλῄμην.