κορωνοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(21)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορωνοβόλος]], -ον (Α)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κορωνοβόλον</i><br />[[σφεντόνα]] ή [[τόξο]] για κουρούνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορώνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]], <i>κεραυνο</i>-[[βόλος]]. Η [[παροξυτονία]] δίνει στη λ. ενεργ. σημ.].
|mltxt=[[κορωνοβόλος]], -ον (Α)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κορωνοβόλον</i><br />[[σφεντόνα]] ή [[τόξο]] για κουρούνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορώνη]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]], <i>κεραυνο</i>-[[βόλος]]. Η [[παροξυτονία]] δίνει στη λ. ενεργ. σημ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κορωνοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που χτυπά κοράκια· [[κορωνοβόλον]], <i>τό</i>, σφενδόνα ή [[τόξο]] για το [[χτύπημα]] κορακιών κ.λπ., σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνοβόλος Medium diacritics: κορωνοβόλος Low diacritics: κορωνοβόλος Capitals: ΚΟΡΩΝΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: korōnobólos Transliteration B: korōnobolos Transliteration C: koronovolos Beta Code: korwnobo/los

English (LSJ)

ον,

   A shooting crows: κορωνοβόλον, τό, sling or bow for crow-shooting, etc., AP7.546.

Greek (Liddell-Scott)

κορωνοβόλος: -ον, ὁ βάλλων, κτυπῶν κορώνας· κορωνοβόλον, τό, σφενδόνητόξον πρὸς τόξευσιν κορωνῶν κτλ., Ἀνθ. Π. 7. 546.

Greek Monolingual

κορωνοβόλος, -ον (Α)
το ουδ. ως ουσ. τὸ κορωνοβόλον
σφεντόνα ή τόξο για κουρούνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος, κεραυνο-βόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργ. σημ.].

Greek Monotonic

κορωνοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που χτυπά κοράκια· κορωνοβόλον, τό, σφενδόνα ή τόξο για το χτύπημα κορακιών κ.λπ., σε Ανθ.