Κυκλωπικῶς: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />à la manière des Cyclopes.<br />'''Étymologie:''' [[Κύκλωψ]].
|btext=<i>adv.</i><br />à la manière des Cyclopes.<br />'''Étymologie:''' [[Κύκλωψ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Κυκλωπικῶς:''' επίρρ., όπως οι Κύκλωπες, Κ. [[ζῆν]], ζω τραχιά, ακοινώτητη [[ζωή]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κυκλωπικῶς Medium diacritics: Κυκλωπικῶς Low diacritics: Κυκλωπικώς Capitals: ΚΥΚΛΩΠΙΚΩΣ
Transliteration A: Kyklōpikō̂s Transliteration B: Kyklōpikōs Transliteration C: Kyklopikos Beta Code: *kuklwpikw=s

English (LSJ)

Adv.

   A like the Cyclopes, Κ. ζῆν to live an unsocial life, Arist.EN1180a28.

Greek (Liddell-Scott)

Κυκλωπικῶς: ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον τῶν Κυκλώπων, ὡς Κύκλωψ, Κ. ζῆν, ζῆν βίον ἄγριον καὶ μὴ κοινωνικόν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 13, ἑξ., Ὀδ. Ι. 106 κἑξ., καὶ ἴδε Κυκλώπειος 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
à la manière des Cyclopes.
Étymologie: Κύκλωψ.

Greek Monotonic

Κυκλωπικῶς: επίρρ., όπως οι Κύκλωπες, Κ. ζῆν, ζω τραχιά, ακοινώτητη ζωή, σε Αριστ.