λῆδον: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ληδόν, τὸ (Α)<br />[[θάμνος]] της Ανατολής, [[είδος]] κίσθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του [[λήδανον]]].
|mltxt=ληδόν, τὸ (Α)<br />[[θάμνος]] της Ανατολής, [[είδος]] κίσθου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του [[λήδανον]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῆδον:''' τό, [[θάμνος]] από τον οποίο παράγεται το [[λάβδανο]], [[λάδανον]], [[μαστιχόδεντρο]], Cistus [[Creticus]].
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῆδον Medium diacritics: λῆδον Low diacritics: λήδον Capitals: ΛΗΔΟΝ
Transliteration A: lē̂don Transliteration B: lēdon Transliteration C: lidon Beta Code: lh=don

English (LSJ)

τό,

   A shrub from which the gum λήδανον exudes, Cistus cyprius, Dsc.1.97, Plin.HN26.47.

Greek (Liddell-Scott)

λῆδον: τό, θάμνος τις τῆς Ἀνατολῆς, ἕτερον εἶδος κίστου, μακρότερα δὲ τὰ φύλλα ἔχει καὶ μελάντερα (πρβλ. σχῖνος), ἐξ οὗ γίνεται τὸ λεγόμενον λήδανονλάδανον, Cistus Creticus, Διοσκ. 1. 128, Πλιν. Ν. Η. 26. 30, 2· - περὶ τοῦ Θεοκρ. 21. 10, ἴδε ἐν λ. δέλεαρ. (Ἴδε κιννάμωμον).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ciste (cistus Cyprius), arbrisseau produisant la gomme λήδανον.
Étymologie: DELG emprunt sém., cf. arabe ladan, persan ladan.

Greek Monolingual

ληδόν, τὸ (Α)
θάμνος της Ανατολής, είδος κίσθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του λήδανον].

Greek Monotonic

λῆδον: τό, θάμνος από τον οποίο παράγεται το λάβδανο, λάδανον, μαστιχόδεντρο, Cistus Creticus.