λιθοφόρος: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(23) |
(5) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο, θηλ. και -α (AM [[λιθοφόρος]] -ον)<br />αυτός που μεταφέρει πέτρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[λιθοφόρος]]<br />α) ιερατικό [[αξίωμα]]<br />β) η πολιορκητική [[μηχανή]] [[λιθοβόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])]. | |mltxt=-ο, θηλ. και -α (AM [[λιθοφόρος]] -ον)<br />αυτός που μεταφέρει πέτρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[λιθοφόρος]]<br />α) ιερατικό [[αξίωμα]]<br />β) η πολιορκητική [[μηχανή]] [[λιθοβόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῐθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλάει, μεταφέρει λίθους· ως ουσ., = [[λιθοβόλος]], σε Πολύβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 46] Steine tragend, führend, von Katapulten, = λιθοβόλος, Pol. 4, 56, 3; D. Sic. 13, 78; κεραῖαι, Callixen. bei Ath. V, 208 d; vgl. Plut. Galb. g.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοφόρος: -ον, ὁ φέρων λίθους, μεταφέρων, ὁλκάδες Διόδ. 13. 78· κεραία Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208D· 2) ὡς οὐσιαστ., λιθοφόρος, ὁ, = λιθοβόλος, Πολυδ. Δ΄, 56, 3. 3) λιθοφόρος, ὁ, ἐπίσης ὡς οὐσιαστ., ὄνομα ἀξιώματος ἱερατικοῦ, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν καὶ Ἐλευσῖνος ἐν CIA. ΙΙΙ. 296. 702.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui porte des pierres;
2 ὁ λιθοφόρος machine à lancer des pierres.
Étymologie: λίθος, φέρω.
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α (AM λιθοφόρος -ον)
αυτός που μεταφέρει πέτρες
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ λιθοφόρος
α) ιερατικό αξίωμα
β) η πολιορκητική μηχανή λιθοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + φόρος (< φέρω)].
Greek Monotonic
λῐθοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλάει, μεταφέρει λίθους· ως ουσ., = λιθοβόλος, σε Πολύβ.