λιπόναυς: Difference between revisions
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιπόναυς]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εγκαταλείπει το [[πλοίο]] στο οποίο υπηρετεί, που λιποτάκτησε από το [[πλοίο]] του<br /><b>2.</b> (κατ' [[άλλη]] ερμ.) αυτός που εγκαταλείφθηκε από τον συμμαχικό στόλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]»]. | |mltxt=[[λιπόναυς]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εγκαταλείπει το [[πλοίο]] στο οποίο υπηρετεί, που λιποτάκτησε από το [[πλοίο]] του<br /><b>2.</b> (κατ' [[άλλη]] ερμ.) αυτός που εγκαταλείφθηκε από τον συμμαχικό στόλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῐπόναυς:''' ὁ, ἡ, αυτός που εγκαταλείπει τον στόλο, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A deserting the fleet, A.Ag.212 (lyr.) (or, deserted by the allied fleet); v. λιπόνεως.
German (Pape)
[Seite 52] u. λιπόνας, das Schiff verlassend, πῶς λ. γένωμαι; Aesch. Ag. 205.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπόναυς: ὁ, ἡ, ὁ ἐγκαταλείπων τὸν στόλον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 212 (ὅπερ ὁ Ἕρμ. ἐκλαμβάνει ὡς παθ., ἐγκαταλελειμμένος ὑπὸ τοῦ στόλου). Ἴδε λιπόνεως.
French (Bailly abrégé)
αος (ὁ, ἡ)
qui abandonne son vaisseau.
Étymologie: λείπω, ναῦς.
Greek Monolingual
λιπόναυς, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που εγκαταλείπει το πλοίο στο οποίο υπηρετεί, που λιποτάκτησε από το πλοίο του
2. (κατ' άλλη ερμ.) αυτός που εγκαταλείφθηκε από τον συμμαχικό στόλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + ναῦς «πλοίο»].
Greek Monotonic
λῐπόναυς: ὁ, ἡ, αυτός που εγκαταλείπει τον στόλο, σε Αισχύλ.