λυκορραίστης: Difference between revisions
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυκορραίστης]], ὁ (Α)<br />αυτός που εξολοθρεύει λύκους, [[λυκοκτόνος]] («λυκορραῑσται κύνες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραίστης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥαίω]] «[[συντρίβω]]») <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανθρωπο</i>-<i>ρραίστης</i>, <i>βου</i>-<i>ρραίστης</i>]. | |mltxt=[[λυκορραίστης]], ὁ (Α)<br />αυτός που εξολοθρεύει λύκους, [[λυκοκτόνος]] («λυκορραῑσται κύνες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λύκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραίστης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥαίω]] «[[συντρίβω]]») <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανθρωπο</i>-<i>ρραίστης</i>, <i>βου</i>-<i>ρραίστης</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῠκορραίστης:''' ὁ ([[ῥαίω]]), αυτός που σκοτώνει τους λύκους, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A wolf-worrier, κύνες AP7.44 (Ion), cf. 6.106 (Zon.).
Greek (Liddell-Scott)
λῠκορραίστης: ὁ, ὁ διαφθείρων, καταστρέφων τοὺς λύκους, κύων Ἀνθ. Π. 7. 44, πρβλ. 6. 106, ἴδε καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 433.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
tueur de loups.
Étymologie: λύκος, ῥαίω.
Greek Monolingual
λυκορραίστης, ὁ (Α)
αυτός που εξολοθρεύει λύκους, λυκοκτόνος («λυκορραῑσται κύνες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -ρραίστης (< ῥαίω «συντρίβω») πρβλ. ανθρωπο-ρραίστης, βου-ρραίστης].
Greek Monotonic
λῠκορραίστης: ὁ (ῥαίω), αυτός που σκοτώνει τους λύκους, σε Ανθ.