μακρόπνοος: Difference between revisions
From LSJ
(23) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>βλ.</b> [[μακρόπνους]]. | |mltxt=-η, -ο<br /><b>βλ.</b> [[μακρόπνους]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μακρόπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός που παίρνει [[βαθιά]] [[ανάσα]], αυτός που παρατείνεται για [[πολύ]] χρόνο, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, contr. μακρό-πνους, ουν,
A deep-breathed, or (acc. to others) as Subst. μ., ὁ, deep breathing, Hp.Epid.2.3.7, 6.2.4: metaph., ἕλκεις μ. ζόαν . . a wearisome life, E.Ph.1535 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
μακρόπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ὁ κατὰ μακρὰ διαστήματα ἀναπνεόμενος, ἢ (κατ᾿ ἄλλους) ὡς οὐσιαστ., μ., ὁ, ὁ μακρὰ ἀναπνέων, ἀντίθετ. τῷ βραχύπνοος, Ἱππ. 1025C, 1169A· ἕλκεις μακρόπνουν ζωάν, μακρόβιον ζωήν, Εὐρ. Φοίν. 1535.
Greek Monolingual
-η, -ο
βλ. μακρόπνους.
Greek Monotonic
μακρόπνοος: -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός που παίρνει βαθιά ανάσα, αυτός που παρατείνεται για πολύ χρόνο, σε Ευρ.