μαστιγώσιμος: Difference between revisions
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
(24) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μαστιγώσιμος]], -ον (Α) [[μαστιγώνω]]<br />αυτός που αξίζει να μαστιγωθεί. | |mltxt=[[μαστιγώσιμος]], -ον (Α) [[μαστιγώνω]]<br />αυτός που αξίζει να μαστιγωθεί. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μαστῑγώσῐμος:''' -ον, αυτός που αξίζει [[μαστίγωμα]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A that deserves whipping, Luc.Herod.8.
Greek (Liddell-Scott)
μαστῑγώσῐμος: -ον, ἄξιος μαστιγώσεως, Λουκ. Ἡρόδ. 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mérite le fouet.
Étymologie: μαστιγόω.
Greek Monolingual
μαστιγώσιμος, -ον (Α) μαστιγώνω
αυτός που αξίζει να μαστιγωθεί.
Greek Monotonic
μαστῑγώσῐμος: -ον, αυτός που αξίζει μαστίγωμα, σε Λουκ.