μεγαλοεργός: Difference between revisions
From LSJ
(24) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεγαλοεργός]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μεγαλουργός]]. | |mltxt=[[μεγαλοεργός]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μεγαλουργός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεγᾰλοεργός:''' συνηρ. -ουργός, -όν, = [[μεγαλοεργής]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
contr. μεγᾰλουργός, όν,
A = μεγαλοεργής: τὸ μ., = μεγαλοεργία, Plu.Caes.58, Luc.Alex.4, Procl.in Prm.p.663 S., al.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
c. μεγαλουργής.
Greek Monolingual
μεγαλοεργός, -ον (Α)
βλ. μεγαλουργός.
Greek Monotonic
μεγᾰλοεργός: συνηρ. -ουργός, -όν, = μεγαλοεργής, σε Πλούτ.