μεγαλοεργός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
(24)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεγαλοεργός]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μεγαλουργός]].
|mltxt=[[μεγαλοεργός]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> [[μεγαλουργός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλοεργός:''' συνηρ. -ουργός, -όν, = [[μεγαλοεργής]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοεργός Medium diacritics: μεγαλοεργός Low diacritics: μεγαλοεργός Capitals: ΜΕΓΑΛΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: megaloergós Transliteration B: megaloergos Transliteration C: megaloergos Beta Code: megaloergo/s

English (LSJ)

contr. μεγᾰλουργός, όν,

   A = μεγαλοεργής: τὸ μ., = μεγαλοεργία, Plu.Caes.58, Luc.Alex.4, Procl.in Prm.p.663 S., al.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
c. μεγαλουργής.

Greek Monolingual

μεγαλοεργός, -ον (Α)
βλ. μεγαλουργός.

Greek Monotonic

μεγᾰλοεργός: συνηρ. -ουργός, -όν, = μεγαλοεργής, σε Πλούτ.