μηχανητέον: Difference between revisions
From LSJ
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
(6_20) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηχᾰνητέον''': ῥημ. ἐπίθ., τοῦ μηχανῶμαι, δεῖ μηχανᾶσθαι, Πλάτ. Γοργ. 481Α, κτλ. | |lstext='''μηχᾰνητέον''': ῥημ. ἐπίθ., τοῦ μηχανῶμαι, δεῖ μηχανᾶσθαι, Πλάτ. Γοργ. 481Α, κτλ. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μηχᾰνητέον:''' ρημ. επίθ. του [[μηχανάομαι]], [[κάτι]] που πρέπει να επινοηθεί, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A one must contrive, μ. ὅπως ἄν . . Pl.Grg.481a, cf. Lg.798e, X.Eq.Mag.5.11.
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνητέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ μηχανῶμαι, δεῖ μηχανᾶσθαι, Πλάτ. Γοργ. 481Α, κτλ.
Greek Monotonic
μηχᾰνητέον: ρημ. επίθ. του μηχανάομαι, κάτι που πρέπει να επινοηθεί, σε Πλάτ.