Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεριστός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑM [[μεριστός]], -ή, -όν) [[μερίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαιρεθεί, που έχει μοιραστεί<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, που υπόκειται σε [[διαίρεση]], [[διαιρετός]] («μεριστὴ ἡ ψυχὴ ἢ [[ἀμερής]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μεριστὴ [[δημιουργία]]» — η επιμέρους [[δημιουργία]], τα [[καθέκαστα]] της δημιουργίας<br />β) «[[μεριστός]] [[λόγος]]» — [[λόγος]] που έχει τις απαραίτητες διακρίσεις του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεριστῶς</i> (ΑM)<br />με διαιρετό τρόπο.
|mltxt=-ή, -ό (ΑM [[μεριστός]], -ή, -όν) [[μερίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαιρεθεί, που έχει μοιραστεί<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, που υπόκειται σε [[διαίρεση]], [[διαιρετός]] («μεριστὴ ἡ ψυχὴ ἢ [[ἀμερής]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μεριστὴ [[δημιουργία]]» — η επιμέρους [[δημιουργία]], τα [[καθέκαστα]] της δημιουργίας<br />β) «[[μεριστός]] [[λόγος]]» — [[λόγος]] που έχει τις απαραίτητες διακρίσεις του. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεριστῶς</i> (ΑM)<br />με διαιρετό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεριστός:''' -ή, -όν, διαιρεμένος, αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, σε Πλάτ., Αριστ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεριστός Medium diacritics: μεριστός Low diacritics: μεριστός Capitals: ΜΕΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: meristós Transliteration B: meristos Transliteration C: meristos Beta Code: meristo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A divided, Pl.Prm.144d; τὸ κατὰ τὰ σώματα μ. Id.Ti.35a; μ. ψυχαί, φύσεις, separate, individual, Jul.Or.4.151c; δημιουργία ib. 144a, Or.5.179b, cf. Plot.1.1.8; ὁ μ. λόγος reason with its inevitable distinctions, Dam.Pr.41.    II divisible, Pl.Prm.131c; μ. ψυχὴ ἢ ἀμερής Arist. de An.402b1; ἅπαν [συνεχὲς] εἰς ἄπειρα μ. Id.Ph.239a22, cf. Timo 76; ὅσα μ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας divisible among them, Arist.EN1130b32; τὸ μ. Iamb. Comm.Math.1. Adv. -τῶς Id.Myst.1.18, Porph.Sent.33, Procl.Inst.195.

German (Pape)

[Seite 135] getheilt, theilbar, Plat. Tim. 35 a Parm. 131 c.

Greek (Liddell-Scott)

μεριστός: -ή, -όν, ὁ μεμερισμένος, Πλάτ. Παρμ. 144D. ΙΙ. διαιρετός, αὐτόθι 131C, Τίμ. 35Α· μ. ἡ ψυχή ἢ ἀμερὴς Ἀριστ. π. Ἀν. 1. 1, 6· μ. ὁ χρόνος εἰς ἄπειρα ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 6. 8, 4· ὅσα μερ. τοῖς κοινωνοῦσι τῆς πολιτείας, ὅσα δύνανται νὰ μερισθῶσι μεταξὺ τῶν λαμβανόντων μέρος εἰς τὴν πολιτείαν, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 5. 2, 12· - Ἐπίρρ. -τῶς, Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 partagé, divisé;
2 qu’on peut partager, divisible.
Étymologie: μερίζω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑM μεριστός, -ή, -όν) μερίζω
1. αυτός που έχει διαιρεθεί, που έχει μοιραστεί
2. αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, που υπόκειται σε διαίρεση, διαιρετός («μεριστὴ ἡ ψυχὴ ἢ ἀμερής», Αριστοτ.)
αρχ.
φρ. α) «μεριστὴ δημιουργία» — η επιμέρους δημιουργία, τα καθέκαστα της δημιουργίας
β) «μεριστός λόγος» — λόγος που έχει τις απαραίτητες διακρίσεις του.
επίρρ...
μεριστῶς (ΑM)
με διαιρετό τρόπο.

Greek Monotonic

μεριστός: -ή, -όν, διαιρεμένος, αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, σε Πλάτ., Αριστ.