μικρολογέομαι: Difference between revisions
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
(6_13b) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῑκρολογέομαι''': μέλλ. -ήσομαι· ἀποθ. ― εἶμαι [[μικρολόγος]], ἰδίως [[ἐξετάζω]] λεπτομερῶς, [[πραγματεύομαι]] ἢ ἐκτίθημί τι [[μετὰ]] μικρολόγου λεπτομερείας, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 99, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 26· [[περί]] τινος Λυσ. 912. 5· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Διον. Ἁλ. π. Δημ. 21. 2) φέρομαι μικροπρεπῶς ἢ φειδωλῶς, πρὸς τοὺς θεοὺς (ἐν τῇ θυσίᾳ) Λουκ. Κατάπλ. 28, Πλούτ. 2. 179F· ― οὕτω, ῥημ. ἐπίθ., μικρολογητέον ἔν τινι Πλούτ. 2. 822Α. | |lstext='''μῑκρολογέομαι''': μέλλ. -ήσομαι· ἀποθ. ― εἶμαι [[μικρολόγος]], ἰδίως [[ἐξετάζω]] λεπτομερῶς, [[πραγματεύομαι]] ἢ ἐκτίθημί τι [[μετὰ]] μικρολόγου λεπτομερείας, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 99, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 26· [[περί]] τινος Λυσ. 912. 5· ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Διον. Ἁλ. π. Δημ. 21. 2) φέρομαι μικροπρεπῶς ἢ φειδωλῶς, πρὸς τοὺς θεοὺς (ἐν τῇ θυσίᾳ) Λουκ. Κατάπλ. 28, Πλούτ. 2. 179F· ― οὕτω, ῥημ. ἐπίθ., μικρολογητέον ἔν τινι Πλούτ. 2. 822Α. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μῑκρολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> αποθ., [[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]], [[πραγματεύομαι]] ή [[μιλώ]] με εξαντλητική [[λεπτομέρεια]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[συμπεριφέρομαι]] με [[φιλαργυρία]], [[φειδώ]] ή [[μικροπρέπεια]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be μικρολόγος, esp. examine minutely, Cratin.429, X.HG3.1.26; split hairs, οὐ μικρολογησόμενος οὐδὲ περὶ τῶν ὀνομάτων μαχούμενος Lys.33.3: c. inf., μικρολογούμενοι παθεῖν App.Pun.79:—later in Act., D.H. Dem.21; use trivial language, Demetr.Eloc.56. 2 deal meanly or shabbily, πρὸς τοὺς θεούς (in sacrifice) Luc.Nav.28; περὶ τοὺς θεούς Plu.2.179f; πρὸς τοὺς φίλους Hierocl. in CA7p.429M.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρολογέομαι: μέλλ. -ήσομαι· ἀποθ. ― εἶμαι μικρολόγος, ἰδίως ἐξετάζω λεπτομερῶς, πραγματεύομαι ἢ ἐκτίθημί τι μετὰ μικρολόγου λεπτομερείας, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 99, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 26· περί τινος Λυσ. 912. 5· ― ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ., Διον. Ἁλ. π. Δημ. 21. 2) φέρομαι μικροπρεπῶς ἢ φειδωλῶς, πρὸς τοὺς θεοὺς (ἐν τῇ θυσίᾳ) Λουκ. Κατάπλ. 28, Πλούτ. 2. 179F· ― οὕτω, ῥημ. ἐπίθ., μικρολογητέον ἔν τινι Πλούτ. 2. 822Α.
Greek Monotonic
μῑκρολογέομαι: μέλ. -ήσομαι,
1. αποθ., εξετάζω λεπτομερώς, πραγματεύομαι ή μιλώ με εξαντλητική λεπτομέρεια, σε Ξεν.
2. συμπεριφέρομαι με φιλαργυρία, φειδώ ή μικροπρέπεια, σε Λουκ.