μικρολογέομαι

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρολογέομαι Medium diacritics: μικρολογέομαι Low diacritics: μικρολογέομαι Capitals: ΜΙΚΡΟΛΟΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: mikrologéomai Transliteration B: mikrologeomai Transliteration C: mikrologeomai Beta Code: mikrologe/omai

English (LSJ)

A to be μικρολόγος, esp. examine minutely, Cratin.429, X.HG3.1.26; split hairs, οὐ μικρολογησόμενος οὐδὲ περὶ τῶν ὀνομάτων μαχούμενος Lys.33.3: c. inf., μικρολογούμενοι παθεῖν App.Pun.79:—later in Act., D.H. Dem.21; use trivial language, Demetr.Eloc.56.
2 deal meanly or shabbily, πρὸς τοὺς θεούς (in sacrifice) Luc.Nav.28; περὶ τοὺς θεούς Plu.2.179f; πρὸς τοὺς φίλους Hierocl. in CA7p.429M.

Russian (Dvoretsky)

μῑκρολογέομαι: говорить о пустяках, спорить о мелочах (ἐγὼ δ᾽ ἥκω οὐ μικρολογησόμενος Lys.): μ. πρὸς τοὺς θεούς Luc., Plut. беспокоить бегов по пустякам; μ. περὶ πάντα Plut. заниматься всякими мелочами.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρολογέομαι: μέλλ. -ήσομαι· ἀποθ. ― εἶμαι μικρολόγος, ἰδίως ἐξετάζω λεπτομερῶς, πραγματεύομαι ἢ ἐκτίθημί τι μετὰ μικρολόγου λεπτομερείας, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 99, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 26· περί τινος Λυσ. 912. 5· ― ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ., Διον. Ἁλ. π. Δημ. 21. 2) φέρομαι μικροπρεπῶς ἢ φειδωλῶς, πρὸς τοὺς θεοὺς (ἐν τῇ θυσίᾳ) Λουκ. Κατάπλ. 28, Πλούτ. 2. 179F· ― οὕτω, ῥημ. ἐπίθ., μικρολογητέον ἔν τινι Πλούτ. 2. 822Α.

Greek Monotonic

μῑκρολογέομαι: μέλ. -ήσομαι,
1. αποθ., εξετάζω λεπτομερώς, πραγματεύομαι ή μιλώ με εξαντλητική λεπτομέρεια, σε Ξεν.
2. συμπεριφέρομαι με φιλαργυρία, φειδώ ή μικροπρέπεια, σε Λουκ.

Middle Liddell

μῑκρολογέομαι,
1. fut. ήσομαι, Dep. to examine minutely, treat or tell with painful minuteness, Xen.
2. to deal meanly or shabbily, Luc.